- ἀσυλαίου
- ἀσῡλαί̱ου , ἀσυλαῖοςof an asylummasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ασυλαίος — Ἀσυλαῑος, α, ον (Α) [συλώ] φρ. «ἱερὸν Θεοῡ Ἀσυλαίου» ιερό του θεού που παρέχει άσυλο, που προστατεύει τους ικέτες … Dictionary of Greek